φωτολογώ

φωτολογώ
-έω, Μ [φωτολόγος]
εκκλ. (για τον Θεό) αυτός που με τη φωνή του παρέχει πνευματικό φως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”